- ριπταστικός
- -ή, -όν, Α [ῥιπτάζω]1. αυτός που κινείται ανήσυχα εδώ και εκεί2. το ουδ. ως ουσ. ῥιπταστικόνο ριπτασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥιπταστικόν — ῥιπταστικός tossing to and fro masc acc sg ῥιπταστικός tossing to and fro neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)